- ἐλελελεῦ
- ἐλελελεῦindeclform (exclam)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελελεύ — ἐλελεῡ και ἐλελελεῡ (Α) επιφών. 1. πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. κραυγή πόνου 3. αλαλαγμός χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λέξη, που αποτελούσε κυρίως πολεμική κραυγή αλλά εξέφραζε επίσης χαρά ή πόνο (πρβλ.… … Dictionary of Greek